- Λυκίσκου
- Λυκίσκοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
αναδύματα — Προεκτάσεις της επιδερμίδας των φυτών. Σχηματίζονται από την επιδερμίδα και από τις εσωτερικές κυτταρικές στιβάδες. Α. είναι τα αγκάθια των φυτών, όπως εκείνα της τριανταφυλλιάς ή και τα άγκιστρα όπως εκείνα του λυκίσκου. * * * τα Βοτ. προεκβολές … Dictionary of Greek
ηπιάλη — η λεπιδόπτερο έντομο που προσβάλλει τις ρίζες των αγρωστωδών, τού λυκίσκου και άλλων φυτών … Dictionary of Greek
λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… … Dictionary of Greek
βανέσα — Ονομασία πεταλούδας (με την οποία χαρακτηρίζεται και ολόκληρο γένος της τάξης των λεπιδοπτέρων εντόμων) που ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των νυμφαλιδών. Το γένος β. είναι ευρύτατα διαδεδομένο –κυρίως στις ενδοτροπικές περιοχές– αλλά το είδος β.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek